- θυμουμένων
- θῡμουμένων , θυμόωmake angrypres part mp fem gen plθῡμουμένων , θυμόωmake angrypres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οίδησις — οἴδησις, ἡ (ΑΜ) όγκωση, φούσκωμα αρχ. 1. μτφ. ψυχικός αναβρασμός («οἴδησις τῶν θυμουμένων», Πλάτ.) 2. η νόσος υδρωπικία … Dictionary of Greek